ροκάς

ροκάς
ο, Ν [ροκ]
αυτός που του αρέσει πολύ η μουσική ροκ και ντύνεται και συμπεριφέρεται όπως οι δημοφιλείς τραγουδιστές τού ροκ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ρόκας, Νικόλαος — (1780 – 1823). Οπλαρχηγός του 1821. Καταγόταν από τη Μεγαρίδα και είναι γνωστός και ως Ζερβονικόλας. Πριν από την Επανάσταση υπήρξε κλέφτης στη Μικρά Ασία. Μετά την κήρυξή της, αγωνίστηκε πρώτα στην Κρήτη και έπειτα στην Πελοπόννησο. Τελικά… …   Dictionary of Greek

  • Nikolaos Zervos — Denkmal für Nikolaos Zervos auf dem Hauptplatz von Neapoli Nikolaos Zervos (griechisch Νικόλαος Ζερβός, auch Nikolaos Rokas Νικόλαος Ρόκας oder Zervonikolas Ζερβονικόλας, * 1780 in Kountoura Megaridas, Westattika; † Januar 1823 in Neapoli,… …   Deutsch Wikipedia

  • αδράχτι — Σύνεργο κλωστικής με το οποίο γνέθουν. Α. λέγεται και ο σιδερένιος ή ξύλινος άξονας διαφόρων μηχανημάτων και το σιδερένιο ραβδί που αποτελεί τον κορμό της άγκυρας. Εκείνος που κατασκεύαζε και πουλούσε α. κλωστικής λέγεται αδραχτάς.Αδραχτάς… …   Dictionary of Greek

  • αζούματο — Φυτό γνωστό επιστημονικά ως ερούκη η μακρόρρυγχος. Πρόκειται για αυτοφυή μορφή της κηπευτικής ρόκας. Γι’ αυτό και σε πολλά μέρη της Ελλάδας λέγεται αγριόροκα. * * * το Βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Eruca sativa τού γένους Ερούκη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • κοντοκλώθομαι — (Μ) επιστρέφω σύντομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κλώθομαι «επιστρέφω», μεταφορική σημ. από το γύρισμα τής ρόκας] …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • ροκοκέφαλο — το, Ν το πάνω μέρος τής ρόκας που, συνήθως, φέρει διχάλα και στο οποίο στερεώνεται το μαλλί για γνέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόκα + κεφάλι] …   Dictionary of Greek

  • ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση …   Dictionary of Greek

  • ταλιέρι — το, Ν 1. μικρό καλάθι για το νήμα τής ρόκας, για καρπούς, για νεόπηκτο τυρί και για άλλες χρήσεις 2. επίπεδο και στρογγυλό οικιακό σκεύος, μέσα στο οποίο δουλεύεται η ζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. ταλάρι(ον), υποκορ. τού τάλαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”